ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιαρείζω — ἡμιαρείζω και ἡμιαρειανίζω (Α) είμαι ημιαρειανός, δέχομαι ελαφρώς παραλλαγμένες τις αιρετικές δοξασίες του Αρείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ημιαρείζω < ημιάρειος, ενώ το ημιαρειανίζω < ημιαρειανοί] … Dictionary of Greek
ομοιούσιος — α, ο (Α ὁμοιούσιος και ὁμοιοούσιος, ον) 1. αυτός που έχει όμοια, αλλά όχι την ίδια ουσία με κάποιον άλλο, και δεν είναι εντελώς ίδιος 2. εκκλ. θεολογικός όρος τής αίρεσης τής Νικομηδείας, κατά τη διδασκαλία τής οποίας ο Χριστός είναι ως προς όλα… … Dictionary of Greek
Αέτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγέτης χριστιανικής αίρεσης (; Κωνσταντινούπολη περ. 375 μ.Χ.). Σπούδασε θεολογία με αρειανούς δασκάλους στην Αντιόχεια και αριστοτελική φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Στη διαμάχη του 4ου αι. γύρω από την Αγία Τριάδα… … Dictionary of Greek
Ευδόξιος — I (3ος 4ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έζησε επί Διοκλητιανού και ήταν ευγενής. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, όπως και οι Ζήνων και Μακάριος, μαζί με τους 1.134 στρατιώτες του. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. II… … Dictionary of Greek
ДУХОБОРЧЕСТВО — [греч. πνευματομαχία], еретическое учение, отвергавшее божественность Св. Духа. Наибольшее распространение с кон. 50 х по 80 е гг. IV в. получило на востоке Римской империи, в Египте, К поле и Геллеспонте, а также в М. Азии. Источники… … Православная энциклопедия